Ὁμηρείων

Ὁμηρείων
Ὁμήρειον
shrine of Homer
neut gen pl
Ὁμήρειος
Homeric
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμηρειῶν — ὁμηρεία giving of hostages fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”